καλβινικός

καλβινικός
-ή, -ο
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον Καλβίνο ή στον καλβινισμό
2. το αρσ. ως ουσ. καλβινικός
καλβινιστής*, αυτός που ασπάζεται τις αρχές τού Καλβίνου.
[ΕΤΥΜΟΛ. Απόδοση στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. γαλλ. calvinien < κύριο όν. Calvin «Καλβίνος»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • καλβινικός — ή, ό αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον Καλβίνο: Πολλοί στην Ευρώπη ακολούθησαν την καλβινική μεταρρύθμιση …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”